σκόρτσο

σκόρτσο
και σκόρσο, το, Ν
1. αντίσταση προκαλούμενη από δύναμη που ενεργεί αντίθετα
2. άρνηση υποχώρησης ή υποταγής σε μία δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. ιταλ. προελεύσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σκόρτσο — το (λ. ιταλ.), αντίσταση από κάποια δύναμη που ενεργεί αντίθετα: Έχει πολύ σκόρτσο το τιμόνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκορτσάρω — και σκορσάρω Ν [σκόρτσο] (αμτβ.) ενεργώ ως αντίθετη δύναμη, προβάλλω αντίσταση, πάω ή βάζω κόντρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”